κουφόλιθος

κουφόλιθος
Ορυκτό πολυπυριτικό άλας της ομάδας του ζωισίτου και του επιδότου, με χημικό τύπο H2Ca2Al2Si3O12. Κρυσταλλώνεται στην ημιμορφή του ρομβικού συστήματος, σε κρυστάλλους φακοειδείς ή πρισματικούς και βρίσκεται σε κελυφοειδή, νεφροειδή ή σφαιροειδή συσσωματώματα. Είναι άχρωμο ή λευκό ορυκτό, πολλές φορές πρασινωπό ή κιτρινοπράσινο, έχει ειδικό βάρος 2,8-3 gr/cm3, υαλώδη λάμψη, σκληρότητα 6-7 και ανώμαλη θραύση. Βρίσκεται σε βασικά εκρηξιγενή πετρώματα, σπάνια και σε γρανίτες, στη Βόρεια Αμερική, στη Χιλή, στο Περού, στα Πυρηναία κ.α.
* * *
ο (Α κουφόλιθος)
σκόνη από κονιορτοποιημένο λευκό λίθο που τόν χρησιμοποιούσαν στη χρωματουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο)- (II)* + -λιθος (< λίθος), πρβλ. ογκό-λιθος, σχιστό-λιθος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κουφόλιθος — κουφολιθος talc masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουφολίθου — κουφολιθος talc masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουφολίθῳ — κουφολιθος talc masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουφόλιθον — κουφολιθος talc masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουφ(ο)- — (I) (Μ κουφ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό: δεν ακούει καθόλου, πάσχει από κώφωση (πρβλ. κουφ αηδόνι, κουφ άλογο) ή προκαλεί την κώφωση (πρβλ. κουφο λάχανο). Με τα σύνθετα τής ομάδας αυτής, που ανάγονται στο επίθ. κουφός… …   Dictionary of Greek

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”