- κουφόλιθος
- Ορυκτό πολυπυριτικό άλας της ομάδας του ζωισίτου και του επιδότου, με χημικό τύπο H2Ca2Al2Si3O12. Κρυσταλλώνεται στην ημιμορφή του ρομβικού συστήματος, σε κρυστάλλους φακοειδείς ή πρισματικούς και βρίσκεται σε κελυφοειδή, νεφροειδή ή σφαιροειδή συσσωματώματα. Είναι άχρωμο ή λευκό ορυκτό, πολλές φορές πρασινωπό ή κιτρινοπράσινο, έχει ειδικό βάρος 2,8-3 gr/cm3, υαλώδη λάμψη, σκληρότητα 6-7 και ανώμαλη θραύση. Βρίσκεται σε βασικά εκρηξιγενή πετρώματα, σπάνια και σε γρανίτες, στη Βόρεια Αμερική, στη Χιλή, στο Περού, στα Πυρηναία κ.α.
* * *ο (Α κουφόλιθος)σκόνη από κονιορτοποιημένο λευκό λίθο που τόν χρησιμοποιούσαν στη χρωματουργία.[ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο)- (II)* + -λιθος (< λίθος), πρβλ. ογκό-λιθος, σχιστό-λιθος].
Dictionary of Greek. 2013.